Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημόγλωσσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημόγλωσσα [as] η, (& ασκημόγλωσσα)
  • dirty mouth, foul mouth (syn βρωμόγλωσσα):
    • αυτή η γυναίκα έχει μια ~

[cpd w. γλώσσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες