Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημόγλωσσα [as] η, (& ασκημόγλωσσα)
- dirty mouth, foul mouth (syn βρωμόγλωσσα):
- αυτή η γυναίκα έχει μια ~
[cpd w. γλώσσα]
- dirty mouth, foul mouth (syn βρωμόγλωσσα):