Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημόγερος [as] ο, (& ασκημόγερος)
- ugly old man:
- μπορεί κανείς να φανταστεί πως τη συγκίνησε ένας ασκημόγερος; (Xenop)
[fr postmed (Somavera) ασχημόγερος, cpd w. γέρος; cf ασχημονιός]
- ugly old man: