Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημόγερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημόγερος [as] ο, (& ασκημόγερος)
  • ugly old man:
    • μπορεί κανείς να φανταστεί πως τη συγκίνησε ένας ασκημόγερος; (Xenop)

[fr postmed (Somavera) ασχημόγερος, cpd w. γέρος; cf ασχημονιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες