Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημούλα [as] η, (& ασκημούλα)
- rather ugly or homely young woman:
- η συμπαθητική εκείνη ~ |
- πιάνουμε από τα χέρια .. μιαν ασκημούλαμε μακριές πλεξούδες (EKazantz)
[substantiv. f of ασχημούλης]
- rather ugly or homely young woman:



