Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημούλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημούλα [as] η, (& ασκημούλα)
  • rather ugly or homely young woman:
    • η συμπαθητική εκείνη ~ |
    • πιάνουμε από τα χέρια .. μιαν ασκημούλαμε μακριές πλεξούδες (EKazantz)

[substantiv. f of ασχημούλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες