Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχημοσύνη η [asximosíni] Ο30α : η ασχημία.
[λόγ. < αρχ. ἀσχημοσύνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασχημοσύνη η.
-
- 1) Άσχημη, αξιόποινη πράξη:
- (Aσσίζ. 1942‑3).
- 2) Προσβολή:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [518]).
- 3) Aνάρμοστη, απρεπής πράξη:
- (Kορων., Mπούας 70).
- 4) Eξευτελιστική πράξη:
- (Aσσίζ. 4152).
- 5) Πορνεία:
- (Aσσίζ. 43914).
[αρχ. ουσ. ασχημοσύνη. H λ. και σήμ.]
- 1) Άσχημη, αξιόποινη πράξη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημοσύνη [as] η, (L)
- unseemly act or behavior, impropriety, indecency, obscenity (syn ασχήμια 2b):
- πράξεις ασχημοσύνης |
- θα τολμούσαν δημόσιες ασχημοσύνες στον τόπο τους μισόγδυτες; |
- η κοινωνική ζωή είναι μια ~, όπου κολοσσαίες δυνάμεις χάνονται για το πρόσκαιρο, για το περιττό (Papantoniou) |
- η ~ τίποτα το καλό δεν προοιωνίζει για το μέλλον της κοινωνίας μας (Papanoutsos) |
- η ~ δεν θα έφθανε στο σημείο που έφθασε, αν ήξεραν ότι είχαν να κάνουν με λαό ελεύθερο (Palaiologos)
[fr kath ασχημοσύνη ← postmed, MG ασχημοσύνη ← K (also pap), AG ἀσχημοσύνη]
- unseemly act or behavior, impropriety, indecency, obscenity (syn ασχήμια 2b):