Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημοθώρητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ασχημοθώρητος, επίθ.· ασκημοθώρετος.
  • Που έχει άσχημη όψη:
    • (Tζάνε, Kατάν. 26).

[<επίθ. άσχημος + θωρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες