Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημογύναικο [as] το, s. ασχημογυναίκα
- :
- στα πεζογραφήματά μου .. δεν κατόρθωσα να περιγράψω ασχημογύναικα (Panagiotop)
[cpd w. γυναίκα; cf βρωμογύναικο, παλιογύναικο etc]