Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημογύναικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημογύναικο [as] το, s. ασχημογυναίκα
:
  • στα πεζογραφήματά μου .. δεν κατόρθωσα να περιγράψω ασχημογύναικα (Panagiotop)

[cpd w. γυναίκα; cf βρωμογύναικο, παλιογύναικο etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες