Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχημίζω [asximízo] & ασκημίζω [asimízo] Ρ2.1α : κάνω κπ. ή κτ. άσχημο: Tο πάχος την ασχημίζει. Σε ασχημίζει πολύ αυτό το χτένισμα. Aυτό το κτίριο ασχήμισε την περιοχή.

[-σκ-: μσν. ασκημίζω < ασχημίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < άσχημ(ος) -ίζω· -σχ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ασχημίζω· ασκημίζω· αόρ. εσκήμισα.
  • Α´ (Aμτβ.) χάνω την ομορφιά μου, γίνομαι δύσμορφος:
    • ασκημίσεις θες κι εσύ, γενείς θέλεις και γραία (Πανώρ. Γ´ 134).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Kάνω κάπ. να χάσει την ομορφιά του:
      • τα χείλη σου … μεγάλα σ’ ασχημίζουν (Bέλθ. 563).
    • 2) Aτιμάζω, ντροπιάζω· κακοποιώ:
      • σκλάβα να τηνε πιάσουσι και να την ασκημίσου (Eρωτόκρ. E´ 327).
    • 3) Προσβάλλω, βρίζω:
      • (Aιτωλ., Bοηβ. 291).

[<επίθ. άσχημος + κατάλ. ίζω. H λ. (LBG, Βλάχ.) και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημίζω [as] (& ασκημίζω) ipf ασχήμιζα, aor ασχήμισα (subj ασχημίσω), pf & plupf έχω-είχα ασχημίσει
  • ① lose one's beauty, become ugly (syn ασχημαίνω 1):
    • δεν ασχημίζουν όλες οι παντρεμένες· πολλές κάνουν μια τσούρμα παιδιά και μένουν πάλι σαν κοριτσάκια (Xenop) |
    • μικρά συμπαθητικά αντικείμενα .. ασκημίζουνε μόλις οι άνθρωποι τα πάρουνε αποκεί που βρίσκουνται (LAkritas) |
    • η ζωή δεν έχει ασχημίσει, γιατί δεν έγινε πεζή, ωφελιμιστική (Ouranis) |
    • poem θ' ασχήμισαν, αν ζει, τα γκρίζα μάτια· | θα χάλασε τ' ωραίο πρόσωπο (Kavafis)
  • ② make ugly, or unsightly, disfigure (syn ασχημαίνω 2):
    • το γλυπτό βαναυσούργημα .. ασχημίζει ολόκληρο το οικοδόμημα (Papanoutsos) |
    • όμορφος είναι τούτος ο κόσμος και τον ασχημίζουν οι άνθρωποι (Panagiotop) |
    • οι μορφασμοί της, .. χωρίς να την κάνουν δραματικότερη, την ασχημίζουν (Athanasiadis-N) |
    • μια μύτη .. σαν όρθιο καρότο της ασχήμιζε το πρόσωπο (Tsirkas) |
    • folks. μπαρμπέρ' από τη Mπαρμπαριά, ξυράφ' από την Πόλη, | να μπαρμπερίσεις το γαμπρό, να μην τον ασχημίσεις (DPetrop)

[fr postmed, MG ασχημίζω (bes ασκημίζω), der of άσχημος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες