Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασχημία
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχήμια η [asxíma] & ασκήμια η [asíma] Ο25α : 1.η ιδιότητα του άσχημου· η δυσμορφία: H ~ της δεν περιγράφεται. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ~. Είναι τέρας ασχήμιας. 2. (προφ.) ασχημία: Έκαναν πολλές ασχήμιες.

[-σκ-: μσν. ασκήμια < άσκημ(ος) -ια· -σχ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχημία η [asximía] Ο25 : (λόγ.) ανάρμοστη ή άσεμνη πράξη· απρέπεια: Aναρχικοί διέπραξαν πολλές ασχημίες στη διαδήλωση.

[λόγ. < μσν. ασχημία < άσχημ(ος) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
ασχημία η· ασκημία· ασκημιά· ασχημιά.
  • 1)
    • α) Kακή εμφάνιση:
      • τα γένια μου ήκοψα κι … εμίσεψεν η ασκημιάν απού ’χα (Φορτουν. Δ´ 468
    • β) ατέλεια, παραμόρφωση:
      • τσ’ ασκημιές τση φύσης και των χρονών χωσμένες να κρατείτε (Πιστ. βοσκ. I 5, 91).
  • 2) Προσβολή, ατιμία:
    • έκαμεν ασκημιά (ενν. η παιδοπούλα) εις το Iσραέλ να πορνέψει (Πεντ. Δευτ. XXII 21).
  • 3) Aνάρμοστη πράξη:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1340]).
  • 4) Aκαθαρσία:
    • (Πεντ. Δευτ. XXIII 15).
  • 5)
    • α) Aιδοία:
      • επήγαν … και εσκέπασαν την ασκημιά του πατρός τους (Πεντ. Γέν. IX 23· Έξ. XX 26
    • β) φρ. αποσκεπάζω την ασκημιά κάπ. =
      • (α) ατιμάζω, ντροπιάζω (βλ. και ποδιά):
        • ανήρ ος να πλαγιάσει με την γεναίκα του πατρός του ασκημιά του πατρός του αποσκέπασεν (Πεντ. Λευιτ. XX 11
      • (β) συνευρίσκομαι με κάπ.:
        • ανήρ προς παν συγγενή της σάρκας του μη σιμώσετε να αποσκεπάσετε ασκημιά (Πεντ. Λευιτ. XVIII 6
    • γ) φρ. βλέπω την ασκημιά κάπ. = συνευρίσκομαι με κάπ.:
      • (Πεντ. Λευιτ. XVIII 17).
  • 6) (Προκ. για χώρα) αδυναμία, αδύνατο σημείο:
    • (Πεντ. Γέν. XLII 9).

[<επίθ. άσχημος + κατάλ. ία. Oι τ. ασκημία και ασκημιά και σήμ. ιδιωμ. O τ. ασχημιά στο Somav. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχήμια [as] η, (& D ασκήμια, ασχημιά & L ασχημία)
  • ① quality or state of being ugly, ugliness (syn ασχημάδα 1, L δυσμορφία):
    • ~ |
    • ~ του τοπίου |
    • κτιριακή ~ |
    • folkt σαν την είδε ο βασιλιάς, απόμεινε από τη μαυρίλα της κι από την ασχημιά της (Megas) |
    • μάνα και κόρη .. είχαν τρομάξει τον A. με την πολύσαρκη ασχημιά τους (Xenop) |
    • δεν γνώρισε ποτέ την ~ του περιβάλλοντος, το στενόχωρο σπίτι (Tsatsos) |
    • αν άλλοι έγραψαν την ποίηση της ομορφιάς, αυτός ήθελε να γράψει την ποίηση της ασχήμιας (Panagiotop) |
    • η ασκήμια πήρε δίπλα στο ωραίο τη θέση της (Evelpidis, adapted)
  • ⓐ sth unsightly or unattractive, ugliness, eyesore (syn ασχημάδα 2, άσχημο, L δυσμορφία):
    • όταν πασχίζεις, για να μιμηθείς έναν ποιητή, .. του παίρνεις μόνον τες ασχημίες, ποτέ την ομορφιά του (Palam) |
    • θέλει να την σώσει από τις ασχήμιες και τις μιζέριες της φτώχειας (Melas) |
    • ασημένια ομοιώματα χεριών και ποδιών, όλες οι ασχημιές της παθολογίας, ήταν κρεμασμένα στο άγαλμά του (ChZalokostas) |
    • [είχαν] γνώμη διαφορετική από τη δική μας για τις ομορφιές ή για τις ασκήμιες του τόπου (Charis)
  • ② impropriety, wrongfulness, wickedness (near-syn απαισιότητα, αχρειότητα):
    • νοιώθουν τα κορίτσια την ασχημία της πράξεως του αυνανισμού (Katsigra, adapted) |
    • η αδυναμία του δεν μειώνει διόλου την ~ και την ενοχή των εχθρών του (Christidis EΣ)
  • ⓑ unseemly act or behavior, impropriety, indecency (syn ασχημοσύνη, near-syn απρέπεια):
    • κάνουν φοβερές ασχημίες |
    • υποδαύλισαν τις ασχημίες και τις ακρότητες |
    • κανένας Έλληνας δεν υπέπεσε στο αμάρτημα μιας τέτοιας ηθικής ασχημίας (Tsatsos) |
    • θέλουμε να λείψει η ~ της παρθενορραφής (Katsigra) |
    • ξεχνούμε γρήγορα τους κακοποιούς και τις ασχήμιες τους (Papanoutsos)

[fr postmed, MG ασχημία (bes ασκημία, ασκημιά), der of άσχημος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go