Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχημάντρας ο [asximándras] & ασκημάντρας ο [as
imándras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : άσχημος άντρας. [ασχημ(ο)-, ασκημ(ο)- + άντρας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχημάντρας [as] ο, (& ασκημάντρας) = ασχημάνθρωπος
- :
- τι καταλαβαίνει .. να οριζοντιώνεται μ' ένα σωρό παρήλικες ασκημάντρες; (Karagatsis) |
- περνάει ανάμεσα σ' όλους εμάς τους ασχημάντρες, που καθόμαστε το σούρουπο έξω από την ταβέρνα (Segditsas) |
- poem τους ωραίους και λεβέντες | οι ασκημάντρες θα παίρνουν ακλούθα στη στράτα (Stavrou Ar)
[cpd w. άντρας (bes άνδρας)]