Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημάδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ασχημάδι το· ασκημάδι.
  • 1) Ψεγάδι:
    • μια φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασκημάδι (Eρωτόκρ. A´ 10
    • φρ. κάμνω, βάνω ασκημάδι (ει)ς την τιμήν = θίγω την τιμή, ντροπιάζω:
      • (αυτ. Γ´ 183, 1197).
  • 2) Άπρεπος λόγος· (γενικά) απρέπεια:
    • ποτέ μου από τα χείλη της δεν ήκουσα ασκημάδι (αυτ. Δ´ 552).

[<επίθ. άσχημος + κατάλ. άδι. O τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημάδι [as] το, (& ασκημάδι) region.
  • physical or moral blemish, flaw, defect (syn ελάττωμα, κουσούρι, ψεγάδι):
    • δεν έχει αυτός ψεγάδι πάνω του, δεν έχει ασκημάδι, μήδε καμιά του κόσμου χρεία (Prevelakis)

[fr postmed (Erotokr) ασκημάδι, der of άσχημος (bes άσκημος) w. suff -άδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες