Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασχεδίαστος -η -ο [asxeδíastos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν σχεδιάσει, που δεν είναι σχεδιασμένος. 2. (μτφ.) απρογραμμάτιστος: Aσχεδίαστη εκδρομή.
[λόγ. α- 1 σχεδιασ- (σχεδιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχεδίαστος, -η, -ο [asçe∂íastos] (L) (& D ασκεδίαστος)
- unplanned, undesigned (near-syn απροσχεδίαστος, ant σχεδιασμένος):
- η Aθήνα σχεδιάστηκε για εκατό χιλιάδες κατοίκους και απέκτησε τρία εκατομμύρια με μια επέκταση ασχεδίαστη και απάνθρωπη |
- έχω το αίσθημα πως οδηγούμαι μέσα σ' ένα ασχεδίαστο λαβύρινθο (Athanasiadis-N)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασχεδίαστος, cpd w. *σχεδιαστός (: σχεδιάζω); cf αυτοσχεδίαστος & der αυτοσχεδιαστ-ικός]
- unplanned, undesigned (near-syn απροσχεδίαστος, ant σχεδιασμένος):



