Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφράγιστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασφράγιστα [asfráyista] adv
  • ① without stamping w. a seal
  • ② without sealing or closing

[der of ασφράγιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες