Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλώς
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφαλώς [asfalós] επίρρ. τροπ. : με βεβαιότητα, με σιγουριά: ~ κάτι θα του συνέβη και δεν ήρθε. || (για έντονη κατάφαση): Θέλεις να δουλέψεις; -~.

[λόγ. < αρχ. ἀσφαλῶς]

[Λεξικό Κριαρά]
ασφαλώς, επίρρ.
  • 1) Mε ασφάλεια, σίγουρα:
    • γραφήν … ασφαλώς κατεσφραγισμένην (Δούκ. 28121).
  • 2) Aποτελεσματικά:
    • ίνα φυλάττωσιν αυτόν ασφαλώς (Iστ. πολιτ. 5310).

[αρχ. επίρρ. ασφαλώς. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφαλώς [asfalós] adv (L)
  • ① of course, certainly, for sure, assuredly (syn βέβαια, οπωσδήποτε, σίγουρα):
    • 'θά 'ρθεις αύριο;' '~!' |
    • έχει δίκιο; ~ ναι (Athanasiadis-N) |
    • ο νόμος των αντισταθμισμάτων είναι αμείλιχτος, ~ (Melas) |
    • στη ζωή του M.T. μεγάλο πάθος υπήρξε ~ και εξακολουθεί να είναι η αγάπη του για την ελληνική γλώσσα (Theotokas)
  • ② in C or S, w. (more) certainty or accuracy:
    • θα φτάνεις .. με το δικό σου τον τρόπο ασφαλέστερα στην αλήθεια, παρά εμείς με τη σοφία μας (Drosinis) |
    • δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν την απλή γλώσσα, προκειμένου να επιτύχουν έτσι ~ τον σκοπό τους (Dimaras) |
    • η προσεχής μελέτη των τοιχογραφιών θα περιορίσει και θα προσδιορίσει ~ τον χρόνο της ίδρυσης του μνημείου (Nikonanos) |
    • βρήκε με τον πλούσιο νου του ασφαλέστατα όλα τα μυστικά του δράματος (ChZalokostas)
  • ③ quite probably, quite likely, (almost) certainly, no doubt, surely (syn άσφαλτα 3, μάλλον, πιθανότατα, σίγουρα, syn phr δίχως άλλο):
    • πολλοί κάτοικοί της, καθώς και άλλων ~ |
    • τα ήθη, που περιγράφονται .. εδώ, είναι ελευθέρια, όπως ήταν ~ τα αστικά ήθη εκείνης της εποχής (Dimaras) |
    • ~ |
    • εκεί βρίσκονται κατά την παράδοση, που ασφαλέστατα είναι φανταστική, και οι δυο διάσημοι εραστές θαμμένοι, ο Pωμαίος και η Iουλιέττα (Panagiotop) |
    • poem το φρόνημα της Σπάρτης ~

[fr kath ασφαλώς ← postmed, MG ← K (also pap), AG ἀσφαλῶς, der of ἀσφαλής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες