Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλιστήριο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασφαλιστήριο [asfalistírio] το, (L)
  • insurance policy (syn phr ~

[fr kath (neol: Koumanoudis) το ασφαλιστήριον (sc συμβόλαιον), substantiv. n of ασφαλιστήριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφαλιστήριος -α -ο [asfalistírios] Ε6 : με βάση τον οποίο γίνεται η ασφάλιση: Aσφαλιστήριο συμβόλαιο και ως ουσ. το ασφαλιστήριο.

[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τήριος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφαλιστήριος, -α, -ο [asfalistírios] (L)
  • of or pertaining to insurance (syn ασφαλιστικός 2):
    • ασφαλιστήρια προμήθεια insurance commision |
    • ασφαλιστήριο συμβόλαιο insurance policy (syn ασφαλιστήριο)

[fr kath (neol) ασφαλιστήριος, der of ασφαλιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες