Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλισμένος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφαλισμένος -η -ο [asfalizménos] Ε3 μππ. του ασφαλίζω : 1α.που τον έχουν τοποθετήσει σε μέρος ασφαλές: Tα κοσμήματα είναι ασφαλισμένα στο χρηματοκιβώτιο. β. που τον έχουν κλείσει πολύ καλά για να τον προστατεύσουν. 2α. που έχει συνάψει ασφάλειαIIα, ώστε σε περίπτωση συγκεκριμένης βλάβης να εισπράξει τη συμφωνημένη αποζημίωση: Δυστυχώς το μαγαζί που κάηκε δεν ήταν ασφαλισμένο, ήταν ανασφάλιστο. β. (ως ουσ.) ο ασφαλισμένος, αυτός που είναι ενταγμένος σε κάποιο ασφαλιστικό ταμείο για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και σύνταξης: H κλινική δέχεται ασφαλισμένους του IKA.

[λόγ. μππ. του ασφαλίζω2 & σημδ. γαλλ. assuré (ουσ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφαλισμένος1 [asfalizménos] ο, ασφαλισμένη [asfalizméni] η, (L)
  • ① policy holder, (the) insured:
    • η ασφάλεια θα αποζημιώσει πλήρως τον ασφαλισμένο
  • ② member or shareholder of a medical insurance and pension fund:
    • σημειώθηκαν πολλά κρούσματα γρίπης μεταξύ των ασφαλισμένων των διαφόρων ταμείων |
    • εισέπρατταν χρήματα από ασφαλισμένους του IKA |
    • ο μαιευτήρας ζήτησε είκοσι χιλιάδες δραχμές από ασφαλισμένη για εγχείρηση, ενώ ο OΓA κατέβαλε τα σχετικά έξοδα στο δημόσιο μαιευτήριο

[substantiv. m of ασφαλισμένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφαλισμένος2, -η, -ο [asfalizménos]
  • ① made safe, secured, protected (syn προστατευμένος):
    • ~ |
    • ασφαλισμένο λιμάνι |
    • ασφαλισμένα χρήματα |
    • τ' ασημικά του σπιτιού κρύφτηκαν σε ασφαλισμένο μέρος (Kazantz) |
    • [θα] δούμε ολόκληρο το κάστρο ζωσμένο και ασφαλισμένο από τα τείχη του (Charis) |
    • θα 'χει αφήσει το παιδί ασφαλισμένο, σε δικούς του (RApostolidis) |
    • θα ζουν στην πόλη τους καλά κι ασφαλισμένοι και θα έχουν άφθονους καρπούς; (Dakaris)
  • ⓐ deposited in a safe place, safeguarded (syn σιγουρεμένος):
    • άφησε στο μοναχογιό .. κι ένα σωρό μετρητά, ασφαλισμένα στην Iονική Tράπεζα (Xenop)
  • ② securely closed, locked (syn κλειδωμένος, σφαλισμένος, ant ασφάλιστος2):
    • η θέση για τα παιδιά είναι το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου με ασφαλισμένες τις πόρτες |
    • με ειδικό εργαλείο κατορθώνει να ανοίξει ένα καλά ασφαλισμένο χρηματοκιβώτιο (Papanoutsos)
  • ③ secured, assured, guaranteed (syn εξασφαλισμένος, σιγουρεμένος):
    • της άρεσε να έχει τα αισθήματά του ασφαλισμένα (SPapadimitriou) |
    • poem .. θα το κάμει τότε μόνον | όταν μεγάλο κέρδος βλέπει ασφαλισμένο (Rotas)
  • ⓑ (having been made) certain, assured, established:
    • είναι ανάγκη .. να υπάρχουν μερικές θεμελιακές γνώσεις, που να είναι σωστές, ασφαλισμένες (Theodoridis) |
    • επιστρέφει κανείς μόνο έπειτα από κάποια παραπλάνηση σε κάτι που θεωρεί θετικό και ασφαλισμένο (Georgoulis) |
    • θέλοντας να δώσει .. μια ολοκληρωτικά ασφαλισμένη μέθοδο, απέφευγε συστηματικά κάθε ψυχολογική εξήγηση (id.)
  • ④ covered by insurance, insured (ant ανασφάλιστος1 2):
    • όλος ο πληθυσμός είναι γενναιόδωρα ~ |
    • τα τέσσερα πέμπτα [των κλινών] προορίζονταν για τις άπορες γυναίκες και τις ασφαλισμένες σε διάφορους οργανισμούς (Louros)

[fr postmed, MG ασφαλισμένος ← PatrG ἠσφαλισμένος, ppp of ἀσφαλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες