Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλιζόμενος [asfalizόmenos] ο, (L)
- ① person taking out an insurance policy
- ② employee enrolling in a medical insurance and pension fund:
- καταμερισμός της ασφαλιστικής επιβαρύνσεως μεταξύ εργοδότου, ασφαλιζομένου και κράτους (Angelop)
[fr kath ο ασφαλιζόμενος, substantiv. m of prpmi of ασφαλίζω]



