Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλίτης ο [asfalítis] Ο10 : (μειωτ.) αυτός που υπηρετεί στην Aσφάλεια, συνήθ. όταν πρόκειται για κατώτερο όργανο: Mέρα νύχτα τον παρακολουθούσε ένας ~.
[Aσφάλ(εια)I2α -ίτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλίτης [asfalítis] ο,
- ① internal security police officer or agent
- ② member of a paramilitary security battalion, militiaman (syn ταγματασφαλίτης):
- πολλοί κατατάχθηκαν ως ασφαλίτες, για να σώσουν τον τόπο από τον μπολσεβικισμό (ChZalokostas)
[der of ασφάλεια; cf διμοιρίτης, οπλίτης, συμμορίτης etc]



