Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφάλτωση η [asfáltosi] Ο33 : η ασφαλτόστρωση.
[λόγ. < μσν. ασφάλτωσις `πισσάρισμα΄ < ασφαλτω- (δες ασφαλτώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφάλτωση [asfáltosi] η, (L)
- act or process of paving w. asphalt, asphalting (syn in ασφαλτόστρωση)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασφάλτωσις, der of ασφαλτώνω]



