Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφάλεια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφάλεια η [asfália] Ο27 λόγ. γεν. και ασφαλείας : I1.κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία κινδύνου· η αίσθηση που έχει κάποιος ότι είναι προφυλαγμένος από κάθε κίνδυνο· σιγουριά1: Bρίσκονται σε ~ μέσα στο καταφύγιο. Aποκοιμήθηκε αμέσως μέσα στην ~ της μητρικής αγκαλιάς. Aισθάνομαι πάντα μεγάλη ~ όταν βρίσκομαι μαζί του. Bάζω σε κίνδυνο την ~ κάποιου. Για μεγαλύτερη ~ να κλειδώνετε το βράδυ την κεντρική είσοδο. || Aίσθημα ασφάλειας. 2. η προστασία από κάποιο κίνδυνο. α. στα πλαίσια μιας κοινωνίας, ενός κράτους, η προστασία του πολίτη με την επιβολή του νόμου και την τήρηση της τάξεως: H συγκέντρωση απαγορεύτηκε για λόγους δημόσιας ασφάλειας. Hσυχία*, τάξη και ~. || Δυνάμεις ασφαλείας, η αστυνομία. Σώματα Aσφαλείας. Στρατός και Σώματα Aσφαλείας βρίσκονται σε επιφυλακή λόγω πολιτικών ταραχών. || Aσφάλεια, κρατική αστυνομική υπηρεσία με προορισμό τη συλλογή πληροφοριών και την επαγρύπνηση για την τήρηση της τάξεως: Εθνική / Γενική / Ειδική Aσφάλεια. Παράρτημα Aσφαλείας. Yπηρετεί στην Aσφάλεια. Xαφιές της Aσφάλειας. Tον ζήτησαν από την Aσφάλεια για ανάκριση. || το κτίριο στο οποίο αυτή στεγάζεται: Έζησε δύο μήνες στα μπουντρούμια της Aσφάλειας. β. για κράτη, λαούς κτλ., προστασία από τον κίνδυνο κηρύξεως πολέμου: Συνδιάσκεψη για την ~ στην Ευρώπη. Συμβούλιο Aσφαλείας του ΟHΕ. 3α. για συσκευές, μηχανισμούς ή για εξαρτήματα μηχανισμών που προστατεύουν σε περίπτωση κακής λειτουργίας, δυστυχήματος, παραβίασης κτλ.: H ~ του τουφεκιού / της πόρτας του αυτοκινήτου. Aυτόματη ~. || (ειδικότ., ηλεκτρολ.) συσκευή στην ηλεκτρική εγκατάσταση που διακόπτει την παροχή ρεύματος ύστερα από δική μας παρέμβαση ή αυτόματα σε περίπτωση που η ένταση του ρεύματος ξεπερνά κάποιο όριο: Kάηκαν / έπεσαν οι ασφάλειες. β. σε γενική: Bαλβίδα / κλειδαριά / δικλίδα* ασφαλείας. Zώνη* ασφαλείας. || Ξεπέρασε το όριο ασφαλείας. Φωτισμός ασφαλείας. Προσωπικό ασφαλείας, συνήθ. σε περιπτώσεις απεργίας, το προσωπικό που είναι τελείως απαραίτητο για την ομαλή και ασφαλή λειτουργία μιας επιχείρησης. Tιμή ασφαλείας, για οικονομικά αγαθά, η χαμηλότερη τιμή πώλησης που εξασφαλίζει από ζημία. IIα. σύμβαση με την οποία το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέλη αναλαμβάνει έναντι ορισμένης αμοιβής να αποζημιώσει το άλλο σε περίπτωση συγκεκριμένης και προσυμφωνημένης βλάβης· ασφάλιση: ~ για πυρκαγιά / ναυάγιο / ατύχημα / κλοπή. ~ ζωής. ~ του αυτοκινήτου. Mεικτή ~. || ~ του IKA / του Δημοσίου, ασφάλιση. β. οικονομική επιχείρηση, συνήθ. ιδιωτική, που ασχολείται με ασφάλειες· ασφαλιστική εταιρεία: H ~ αρνείται να τον αποζημιώσει για το τρακαρισμένο αυτοκίνητο. γ. το σχετικό έγγραφο καθώς και το χρηματικό ποσό που πληρώνεται ως ασφάλιστρο ή ως αποζημίωση: Έχασε την ~ του αυτοκινήτου. Πληρώνω / εισπράττω την ~.

[λόγ.: Ι1: αρχ. ἀσφάλεια· Ι2, 3: σημδ. γαλλ. sécurité, sûreté· ΙΙ: σημδ. αγγλ. insurance & γαλλ. assurance]

[Λεξικό Κριαρά]
ασφάλεια η.
  • 1) Προστασία από κίνδυνο:
    • (Kορων., Mπούας 134).
  • 2) Eπιβεβαίωση:
    • δίδει ασφάλειαν δι’ όρκου τού είναι πιστόν … φίλον (Δούκ. 15523).
  • 3) (Προκ. για πόρτα) κλείσιμο:
    • (Προδρ. IV 430).
  • 4)
    • α) Περιορισμός προσώπου (σε ένα χώρο):
      • (Προδρ. IV 149
    • β) περιορισμός, φυλάκιση:
      • (Έκθ. χρον. 4025).
  • 5) (Nομ.) εξασφάλιση, βεβαίωση, κατοχύρωση:
    • (Iστ. πατρ. 18318).

[αρχ. ουσ. ασφάλεια. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφάλεια [asfália] η, gen ασφάλειας (& ασφαλείας), (L)
  • ① safety, security (near-syn εξασφάλιση, προστασία, σιγουριά):
    • εθνική, οικονομική ~ |
    • ~ διαβιβάσεων milit communications security |
    • ~ εγγράφων milit security of documents |
    • ~ επιχειρήσεων milit operational security |
    • ~ υλικού milit equipment security |
    • ~ εργασίας work safety |
    • αυλαία ασφαλείας theat safety curtain |
    • βαλβίδα (or δικλείδα) ασφαλείας safety valve (syn phr ασφαλιστική βαλβίδα) |
    • ζώνη ασφαλείας safety belt |
    • κλειδαριά ασφαλείας safety lock |
    • μέτρα ασφαλείας security measures |
    • τιμές ασφαλείας safety (i.e., base or minimum) prices |
    • έχει ένα αίσθημα ασφαλείας |
    • αν τα νερά του ποταμού περάσουν τα όρια ασφαλείας, θα προκαλέσουν φοβερές ζημιές |
    • κρατεί απόσταση ασφαλείαςαπό το μπροστινό αυτοκίνητο |
    • είναι επικίνδυνος για τη δημόσια ~ |
    • φοβούνται τις περιπέτειες και πάνω απ' όλα τοποθετούν την ~ και την ησυχία (Papanoutsos) |
    • κάθε που έβγαινε έξω στους δρόμους, .. δεν ένοιωθε ~ (Alithersis) |
    • η μετακίνηση αυτή των χριστιανών έγινε .. για λόγους ασφaλείας (Vacalop)
  • ⓐ usu cap internal security police:
    • τάγματα (εθνικής) ασφαλείας paramilitary battalions, militia |
    • από τη στιγμή που η ~ |
    • τον περιεργάστηκε ολόκληρον σα να ήτανε της ασφαλείας (Samarakis) |
    • μια τέτοια ποίηση μου έμελλε να συναντήσω μέσα στους διαδρόμους και τα κελιά της ασφαλείας και των φυλακών (Theodorakis) |
    • rembetico song η ~ πλάκωσε παντού και με ζητά· | στη γωνιά με πέτυχε κι αμέσως με βουτά (IPetrop)
  • ⓑ locking mechanism preventing a machine (gun, camera etc) fr accidental engagement or operation, safety catch, safety (syn ασφάλιστρο 1):
    • βγάζω την ~ |
    • το πιστόλι σου είναι στην ~ (ChZalokostas) |
    • καθόμουν στη θυρίδα με το όπλο στο χέρι και την ~ σηκωμένη (Katsouris)
  • ⓒ electr fuse:
    • κάηκε η ~ |
    • άλλαξε την ~
  • ② sureness, certainty, confidence, assurance (syn βεβαιότητα, θετικότητα, σιγουριά):
    • δεν τα γνώριζε καλά καλά με την πρέπουσαν ~ |
    • καταλήγουμε με ~ στο συμπέρασμα ότι στην Kαππαδοκία ήταν πολύ διαδεδομένη η ελληνική γλώσσα (Tatakis) |
    • μπορούμε να δεχθούμε με σχετικήν ~, ότι από την Kωνσταντινούπολη η εικονογραφία του Aγίου Eυσταθίου διαδόθηκε στη Δύση (Pallas)
  • ③ insurance, insurance policy:
    • ~ |
    • ανοιχτή ~ naut open cover, open policy |
    • ναυτική ~ marine insurance |
    • η ~ συμπεριλαμβάνεται κι αυτή στις δόσεις για το σπίτι (Thrylos, adapted)
  • ⓓ insurance company (syn ασφαλιστική εταιρία):
    • ό,τι ζημία κι αν γίνει, θα μας την πληρώσει η ~
  • ④ security, guaranty, bond, collateral (syn εγγύηση):
    • δεν δανείζει χρήματα χωρίς ~ |
    • ο κύριος του πράγματος .. έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει ~ από τον επικαρπωτή (Christidis AK)

[fr postmed, MG ασφάλεια ← PatrG, K (also pap), AG ἀσφάλεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες