Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυστηματοποίητος -η -ο [asistimatopíitos] Ε5 : που δεν έχει συστηματοποιηθεί: Aσυστηματοποίητες γνώσεις. ANT συστηματοποιημένες.
[λόγ. α- 1 συστηματοποιη- (συστηματοποιώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυστηματοποίητος, -η, -ο [asistimatopíitos] (L)
- not methodically organized, unsystematic, unmethodical (syn αμέθοδος, ant μεθοδικός, συστηματικός, συστηματοποιημένος):
- ασυστηματοποίητες γνώσεις, μελέτες |
- και των δύο οι κρίσεις δεν αποτελούν παρά κάποια .. ασυστηματοποίητη και δογματική αισθητική (Michelis) |
- το μεγαλύτερο μέρος του υλικού αυτού προέρχεται από ασυστηματοποίητες και .. λαθραίες ανασκαφές (NPlaton) |
- το Iστορικό Λεξικό με την ασυστηματοποίητη συλλογή του υλικού έχει αφήσει κενά τεράστια (Kakridis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυστηματοποίητος, cpd w. *συστηματοποιητός (: συστηματοποιώ)]
- not methodically organized, unsystematic, unmethodical (syn αμέθοδος, ant μεθοδικός, συστηματικός, συστηματοποιημένος):



