Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυνόδευτος -η -ο [asinóδeftos] Ε5 : που δε συνοδεύεται, δεν ακολουθείται από κάποιο συνοδό: Tην άφησε να φύγει ασυνόδευτη. || (ειδ.): Aσυνόδευτες αποσκευές. Aσυνόδευτα εμπορεύματα / δέματα, που ο ιδιοκτήτης ή ο αποστολέας τους δεν ταξιδεύει με το ίδιο μέσο. Tο παιδί ταξιδεύει ασυνόδευτο, χωρίς γονέα ή κηδεμόνα. || (ως ουσ.) το ασυνόδευτο, ασυνόδευτο εμπόρευμα, δέμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀσυνόδευτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυνόδευτος, -η, -ο [asinό∂eftos]
- unescorted, unaccompanied (near-syn ασυντρόφευτος, ant συνοδευμένος, συνοδευόμενος):
- βγαίνει ασυνόδευτη στο δρόμο |
- [τον] είχε αφήσει .. να φύγει ~ για τη μεγάλη του οδοιπορία (Kanellop) |
- τα κορίτσια προσέρχονται ανεμπόδιστα, συνοδευμένα ή ασυνόδευτα (Palaiologos)
[fr kath ασυνόδευτος ← PatrG, K (pap) ἀσυνόδευτος 'unaccompanied, unescorted' (in Virgil glossaries), cpd w. συνοδευτός (Koumanoudis: 1807)]
- unescorted, unaccompanied (near-syn ασυντρόφευτος, ant συνοδευμένος, συνοδευόμενος):