Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυντρόφιαστα [asindrόfjasta] adv
- without company, by oneself, on one's own (syn in ασυντρόφευτα, ant μαζικά, συντροφιά, συντροφιαστά, συντροφικάτα)
[fr postmed (Somavera) ασυντρόφιαστα, der of ασυντρόφιαστος]



