Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυντρόφευτα [asindrόfefta] adv
- without company, by oneself, on one's own (syn ασυντρόφιαστα, near-syn ασυνόδευτα, μοναχικά, ant συντροφιαστά, συντροφικά, συντροφικάτα):
- ο στίχος, το δρόμο του ~
[der of ασυντρόφευτος2]
- without company, by oneself, on one's own (syn ασυντρόφιαστα, near-syn ασυνόδευτα, μοναχικά, ant συντροφιαστά, συντροφικά, συντροφικάτα):



