Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνεπής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυνεπής -ής -ές [asinepís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια. ANT συνεπής: H συμπεριφορά του είναι ~ προς τα πιστεύω του. Mη βασίζεσαι σ΄ αυτόν, γιατί είναι πολύ ~. Είναι τόσο ~ ώστε δεν πρέπει να του έχεις εμπιστοσύνη.

[λόγ. α- 1 συνεπής μτφρδ. γαλλ. inconséquent]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνεπής, -ής, -ές [asinepís] (L)
  • inconsistent, inconstant, self-contradictory (syn ανακόλουθος, αντιφατικός 2, ασυνάρτητος2 3):
    • τηρεί ασυνεπή στάση |
    • είναι ~ με τις αρχές, τη θεωρία του |
    • ελάχιστοι ασυνεπείς πλοιοκτήτες δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους |
    • ο άνθρωπος .. διασφαλίζεται από την απρόοπτη και ασυνεπή αυθαιρεσία (Papanoutsos) |
    • στάθηκε ~ με τον εαυτό του, γράφοντας σε καθαρεύουσα την απολογία της δημοτικής (Chatzinis) |
    • παρόμοια περίπου είναι κι η περίπτωση του Σ., αλλά πολύ ασυνεπέστερη λογικά (Karagatsis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυνεπής, cpd w. kath συνεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες