Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυναισθησία [asinesθisía] η, (L)
- absence or lack of awareness or consciousness, unawareness (syn ασυνειδησία 1) ant συναίσθηση, συνείδηση):
- ~ |
- κανένας δεν θα μπορέσει να επικαλεστεί το άλλοθι της ανευθυνότητας ή της αυτοθυσίας ή της ασυναισθησίας του (id.) |
- απέναντι της νωθρότητας, της ασυναισθησίας και της αδράνειας της καρδιάς .. στέκει η ένταση και η έκταση του καινούργιου αυτού ιδεαλισμού (Athanasiadis-N)
[fr kath (neol) ασυναισθησία, der of ασυναίσθητος]
- absence or lack of awareness or consciousness, unawareness (syn ασυνειδησία 1) ant συναίσθηση, συνείδηση):



