Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυναισθήτως [asinesθítos] adv (L) = ασυναίσθητα
- :
- κατέληξε .. να γίνει ~ |
- poem όσο πάμε περιορίζουμε το λεξιλόγιό μας, | κατευθυνόμαστε ~ προς τις συλλαβές (Montis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυναισθήτως, der of ασυναίσθητος]



