Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυναισθήτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυναισθήτως [asinesθítos] adv (L) = ασυναίσθητα
:
  • κατέληξε .. να γίνει ~ |
  • poem όσο πάμε περιορίζουμε το λεξιλόγιό μας, | κατευθυνόμαστε ~ προς τις συλλαβές (Montis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυναισθήτως, der of ασυναίσθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες