Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυναγωνίστως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυναγωνίστως [asinaγonístos] adv (L)
  • matchlessly, unbeatably, incomparably (syn ασυναγώνιστα):
    • με το κατρακύλισμα του μάρκου τα γερμανικά είδη είναι ~

[fr kath ασυναγωνίστως, der of ασυναγώνιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες