Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυναίσθητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυναίσθητος -η -ο [asinésθitos] Ε5 : για κτ. που γίνεται χωρίς συναίσθηση, χωρίς επίγνωση: Aσυναίσθητη πράξη / αντίδραση. ασυναίσθητα ΕΠIΡΡ: Έτρωγε και έπινε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυναίσθητος `που δεν έχει συναίσθηση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυναίσθητος, -η, -ο [asinésθitos] (L)
  • ① not consciously felt or experienced, unconscious (syn ασυνείδητος2 1b, ant θελητός, συνειδητός):
    • η μίμηση αυτή δεν ήταν ασυναίσθητη, αλλά θελητή (Ouranis) |
    • ένα αίσθημα φόβου σκέπαζε κι εκείνο ακόμη το πρώτο πρώτο ασυναίσθητο σκίρτημα της καρδιάς (Glezos) |
    • βλέπουμε από ποιους ελιγμούς πέρασε η ανθρώπινη πράξη, ωθούμενη από κίνητρα αόριστα και ίσως ασυναίσθητα (Moustoxydis)
  • ② insensitive, unfeeling, unsentimental (near-syn αναίσθητος 4):
    • επιπόλαιος, ~ |
    • ούτε αλογίκευτο αίσθημα είναι η ηθοποιία, ούτε ασυναίσθητη λογική (Athanasiadis-N)

[fr kath ασυναίσθητος ← MG (6th c.) ασυναίσθητος ← PatrG (Origen, 3rd c. AD) ἀσυναίσθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες