Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμπτωματικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυμπτωματικός -ή -ό [asimptomatikós] Ε1 : για ασθένεια που δεν παρουσιάζει, που δεν εκδηλώνει κλινικά συμπτώματα: Aσυμπτωματική νόσος. || για ασθενή στον οποίο δεν εμφανίζονται τα κλινικά συμπτώματα μιας αρρώστιας: ~ ασθενής. Aσυμπτωματικοί φορείς του έιτζ.

[λόγ. < αγγλ. asymptomatic < a- = α- 1 + symptomat- = συμπτωματ- (σύμπτωμα) -ic = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμπτωματικός, -ή, -ό [asimbtomatikós] (L) med
  • not causing or exhibiting symptoms, asymptomatic:
    • τα συνεργεία .. χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή από ασυμπτωματικές περιπτώσεις κυτταρολογικών επιχρισμάτων (Louros)

[fr kath ασυμπτωματικός, cpd of privat. α- & K συμπτωματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες