Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυμπάθεια [asimbáθia] η, (L)
- antipathy, dislike, disaffection, coolness (near-syn αντιπάθεια 1, ant συμπάθεια):
- ~ |
- ~ μεταξύ των συζύγων |
- οι στρατιωτικοί έβλεπαν με ~ τους δημοσιογράφους |
- δύσκολα καλύπτουν την ασυμπάθειά τους προς την ελληνική [γλώσσα] (Palaiologos)
[fr kath ασυμπάθεια ← LK ἀσυμπάθεια, cpd w. συμπάθεια]
- antipathy, dislike, disaffection, coolness (near-syn αντιπάθεια 1, ant συμπάθεια):



