Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυμβίβαστα [asimvívasta] adv (L)
- ① without making concessions, uncompromisingly (syn αδιάλλακτα):
- την επιθυμούσε ερωτικά μα περήφανα και ~
- ② incompatibly, irreconcilably (syn ασυμφιλίωτα):
- ο εφιάλτης .. εκαθόταν στην ψυχή και την ανάγκαζε να ποθεί αόριστα και όμως ~
[der of ασυμβίβαστος2]
- ① without making concessions, uncompromisingly (syn αδιάλλακτα):



