Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμάζευτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμάζευτα [asimázefta] adv
  • without setting in order or arranging, in disorder (near-syn άστρωτα, ασυγύριστα 1, ατακτοποίητα):
    • άφησε ~

[der of ασυμάζευτος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες