Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυζήτητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυζήτητα [asizítita] adv (L)
  • ① without discussion or argument (syn ασυζητητί 1):
    • όταν ο οδηγός μού ζήτησε είκοσι λιρέτες, .. έσπευσα να του τις δώσω ~ |
    • ακολουθούσε την παράδοση ή τη συνήθεια ~ (Theotokas) |
    • δέχονται ~ τις έτοιμες λέξεις (Thrylos)
  • ② indisputably, unarguably, undeniably (syn ασυζητιτί 2, near-syn αναμφισβήτητα, αναντίρρητα):
    • είναι ~ |
    • δημιούργησε μιαν ~ θαυμαστή επιτυχία (Christidis)

[der of ασυζήτητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες