Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασυδοσία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυδοσία η [asiδosía] Ο25 : η ιδιότητα του ασύδοτου ανθρώπου, αυτού που δεν υπακούει σε κανένα νομικό ή ηθικό περιορισμό, που δε γνωρίζει κανένα φραγμό. || η ασύδοτη πράξη.

[λόγ. επίδρ. στο ασυδοσιά < ασύδο(τος) -σιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυδοσία [asi∂osía] η,
  • ① rare tax exemption (syn ατέλεια 2, syn phr φορολογική απαλλαγή):
    • το μοναστήρι είχε κάποια σεβαστά προνόμια και την ανάλογη ~
  • ② excessive or unchecked freedom, lack of restraint or moderation, license (near-syn L αποχαλίνωση):
    • ερωτική, ηθική, λογική, μεταφραστική ~ |
    • απεριόριστη, εξοργιστική ~ |
    • η ~ των αρχαιοκαπήλων |
    • η ~ του μονοπωλιακού κεφαλαίου |
    • μέτρα για τον περιορισμό της ασυδοσίας της κερδοσκοπίας |
    • να μην αφήνονται στις ιδιορρυθμίες και στις ασυδοσίες της φαντασίας (Panagiotop) |
    • επειδή δεν τους αρέσει η λογοκρισία, .. νοσταλγούν κρυφά την παλιάν ~ (Roufos) |
    • η γλώσσα της λογοτεχνίας .. κατολισθαίνει συνεχώς στον κατήφορο της ορθογραφικής ασυδοσίας (APapageorgiou) |
    • η μουσική αγωγή .. έχει εγκαταλειφθεί στην ~ της βιομηχανίας του ελαφρού τραγουδιού (Giatras)

[neol (Koumanoudis), this fr *ασυνδοσία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go