Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυγύριστος -η -ο [asijíristos] Ε5 : που δεν είναι συγυρισμένος, που δεν τον έχουν συγυρίσει, δεν τον έχουν ταχτοποιήσει: Aσυγύριστο σπίτι / δωμάτιο / κρεβάτι.
ασυγύριστα ΕΠIΡΡ: Πάλι ~ άφησε εδώ μέσα. [α- 1 συγυρισ- (συγυρίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυγύριστος, -η, -ο [asiyíristos]
- ① disorderly, untidy, messy (syn ακατάστατος 1b, άσιαχτος 1, άστρωτος 2, ασυμάζευτος, ατακτοποίητος, ant συγυρισμένος):
- ασυγύριστο δωμάτιο, κρεβάτι, σπίτι, τραπέζι |
- μια ματιά στην ασυγύριστη κρεβατοκάμαρα και στα σκεύη της κουζίνας πάνω στα σβησμένα τζάκια και φεύγουν (ADoxas)
- ⓐ untidy, slovenly, shabby (syn απεριποίητος 2, L ατημέλητος Ib):
- γυναίκα ασυγύριστη |
- κορίτσι ασυγύριστο |
- ασυγύριστη, αχτένιστη και λιγδού, έκανε τους ανθρώπους να παραβλέπουν όλα για την ομορφιά της (Xenop) |
- ντρέπομαι λίγο να κυκλοφορώ με το κοστούμι του ταξιδιού, τσαλακωμένος και ~
- ② fig slipshod, careless, sloppy (syn ατημέλητος 2, near-syn απεριποίητος 1b, τσαπατσούλικος, ant συγυρισμένος):
- αντιπαθούσε τη ρομαντική του κλίση .. ν' αραδιάζει στίχους που του φαίνονταν ασυγύριστη αμετρολογία (Palam)
[cpd w. *συγυριστός (: συγυρίζω)]
- ① disorderly, untidy, messy (syn ακατάστατος 1b, άσιαχτος 1, άστρωτος 2, ασυμάζευτος, ατακτοποίητος, ant συγυρισμένος):



