Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγχώρητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγχώρητα [asiŋxόrita] adv (L) (D ασυγχώρετα & ασυχώρετα)
  • inexcusably, unpardonably, unforgivably, intolerably:
    • είχα για πρώτη φορά τόσο βαριά και τόσο ασυχώρετα ξαδιαντραπεί (Panagiotop) |
    • το δεύτερο μελέτημα .. θα ήταν ~ |
    • γύρω του αμέτρητες οι χρυσές μετριότητες· αυτός υπομονετικός και κάποτε ~ επιεικής (Charis) |
    • αμαρτάνω ασυγχώρετα ίσως με όλα τα άγνωστα αυτά κορμιά (Ioannou)

[fr postmed (Somavera) ασυγχώρητα, der of ασυγχώρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες