Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυγχώνευτος, -η, -ο [asiŋxόneftos] (L)
- not unified, unmixed, not consolidated, unincorporated (ant συγχωνευμένος):
- τα δύο κόμματα παραμένουν ασυγχώνευτα
[fr kath (neol) ασυγχώνευτος, cpd w. *συγχωνευτός (: συγχωνεύω)]
- not unified, unmixed, not consolidated, unincorporated (ant συγχωνευμένος):



