Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγχώνευτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγχώνευτος, -η, -ο [asiŋxόneftos] (L)
  • not unified, unmixed, not consolidated, unincorporated (ant συγχωνευμένος):
    • τα δύο κόμματα παραμένουν ασυγχώνευτα

[fr kath (neol) ασυγχώνευτος, cpd w. *συγχωνευτός (: συγχωνεύω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες