Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγυρισιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυγυρισιά η [asijirisxá] Ο24 : (προφ.) ακαταστασία.

[α- 1 συγυρισ- (συγυρίζω) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγυρισιά [asiyirisjá] η,
  • untidiness, disorder, slovenliness, mess (syn ακαταστασία 1, απεριποιησιά, αστρωσιά 2, ατημελησία 2):
    • η ~

[fr ασυγυρισία, der of privat. pref α- & συγυρίζω; cf απλυσία 'filthiness, filth' (Anth. P.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες