Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγκρίτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγκρίτως [asiŋgrítos] adv (L)
  • beyond comparison, by far, incomparably, matchlessly (syn in ασύγκριτα):
    • το βιβλίο του Σ. είναι ~ |
    • παραγκώνισε αρκετούς που ήταν ~ καλύτεροί του (Stasinop) |
    • οι γυναίκες .. χορεύουν το τσιφτετέλι με ~ μεγαλύτερην επιτυχία από τους άντρες (IPetrop) |
    • εκεί τα πράγματα είναι ~ σοβαρότερα (DPolemis) |
    • poem .. μα πιο πολύ ~

[fr kath ασυγκρίτως ← PatrG, K ἀσυγκρίτως, der of ἀσύγκριτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες