Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγκράτητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγκράτητα [asiŋgrátita] adv (L)
  • irrepressibly, uncontrollably, unrestrainedly (syn ακατάσχετα, ακράτητα):
    • ~ |
    • γελώ, κλαίω, τρέχω ~ |
    • ο Λ. όρμησε ~ και .. ανέβηκε το σκαλί (Myriv) |
    • τον παρακινεί ~ .. η χωρίς όρια φιλοδοξία (Thrylos) |
    • μας είχε δώσει .. δείγματα ενός εξαίσιου λυρισμού, που εισορμούσε ~ στους μυστικούς χώρους της ψυχής (Chatzinis)

[fr postmed (Somavera) ασυγκράτητα, der of ασυγκράτητος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες