Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυγκινησία [asiŋɟinisía] η, (L)
- lack of feeling or emotion, apathy, impassivity (near-syn απάθεια, αταραξία):
- η ~ |
- μιλεί με απάθεια για τον Φειδία, με ~ για Aναγέννηση της Iταλίας (Papatsonis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυγκινησία bes συγκίνησις]
- lack of feeling or emotion, apathy, impassivity (near-syn απάθεια, αταραξία):



