Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγκέντρωτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγκέντρωτος, -η, -ο [asiŋɟéndrotos] (L)
  • ① uncollected, unassembled (syn αμάζευτος 1, ασυγκόμιτος 2, ασύλλεκτος, ασυνάθροιστος 1):
    • επειδή το έργο ήταν ασυγκέντρωτο, έδινε με τον όγκο του την απατηλή εντύπωση ότι θα χρειαστεί τέσσερις τόμους (Valetas)
  • ② lacking concentration or unity, unconcentrated (ant συγκεντρωμένος):
    • η ζωή χωρίς αυτά τα δυο στοιχεία είναι ηθικά και πνευματικά ασυγκέντρωτη (Theodorakop) |
    • απ' όλο του το έργο, το πολύ διάχυτο, το πολύ ασυγκέντρωτο, το πολύ σπασμωδικό, αναπηδά ενιαίος ο πόθος του (Thrylos)

[fr kath (neol) ασυγκέντρωτος, cpd w. *συγκεντρωτός whose der is συγκεντρωτ-ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες