Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστόχως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αστόχως [astόxos] adv (L)
  • inappropriately, wrongly (syn άστοχα 2):
    • ο Μεζιέρ τοποθέτησε εδώ κοντά τη Θαυμακίη, ~όμως (Varelas)

[fr kath αστόχως ← Κ, der of ἄστοχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες