Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστόχως [astόxos] adv (L)
- inappropriately, wrongly (syn άστοχα 2):
- ο Μεζιέρ τοποθέτησε εδώ κοντά τη Θαυμακίη, ~όμως (Varelas)
[fr kath αστόχως ← Κ, der of ἄστοχος]
- inappropriately, wrongly (syn άστοχα 2):



