Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυνομοκρατία η [astinomokratía] Ο25 : καθεστώς αυστηρής αστυνόμευσης.
[λόγ. αστυνομ(ία) -ο- + -κρατία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυνομοκρατία [astinomokratía] η, (L)
- close or oppressive police surveillance or control, police rule:
- προωθεί συστηματικά την επιβολή καθεστώτος αστυνομοκρατίας |
- η κυβέρνηση απαντά στις φοιτητικές διεκδικήσεις με ~ |
- η ατμόσφαιρα αστυνομοκρατίας δημιούργησε κλίμα που περιπλέκει τα προβλήματα
[neol, cpd of αστυνόμος & combin form -κρατία; cf δημοκρατία, λαοκρατία etc]
- close or oppressive police surveillance or control, police rule:



