Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστυνομικογράφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αστυνομικογράφος [astinomikoγráfos] ο, (L) journ
  • police reporter (syn αστυνομικός συντάκτης or ανταποκριτής)

[neol, cpd of αστυνομικός2 & combin form -γράφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες