Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυνομικογράφος [astinomikoγráfos] ο, (L) journ
- police reporter (syn αστυνομικός συντάκτης or ανταποκριτής)
[neol, cpd of αστυνομικός2 & combin form -γράφος]



