Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυνομικίνα [astinomicína] η,
- policewoman:
- μια αυστηρή ~ |
- δεκάδες αστυνομικίνες παρίσταναν τις πόρνες σε σκοτεινούς δρόμους
[der of αστυνομικός1 w. suff -ίνα; cf αραπίνα, προεδρίνα etc]
- policewoman:



