Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυνομεύω [astinomévo] -ομαι Ρ5.1 : για την αστυνομία, επιτηρώ ένα χώρο με σκοπό την τήρηση της τάξεως και γενικά την εφαρμογή των διατάξεων της πολιτείας. || (επέκτ.) για πολύ αυστηρό και αντιδεοντολογικό έλεγχο.
[λόγ. αστυνόμ(ος) -εύω (πρβ. αρχ. ἀστυνομῶ `είμαι αστυνόμος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυνομεύω [astinomévo] ipf αστυνόμευα, aor αστυνόμευσα (subj αστυνομεύσω), pass αστυνομεύομαι, (L)
- ① maintain law and order, guard or protect, police:
- είναι περιορισμένες οι δυνατότητες της αστυνομίας ν' αστυνομεύσει τη χώρα |
- ειδικό αστυνομικό σώμα θα αστυνομεύει μόνο τους χώρους εντός και εκτός γηπέδων
- ② keep tabs on, keep under (police) surveillance, monitor the activities of:
- αστυνόμευσαν υπαλλήλους του OTE |
- διέθεταν τα μέσα ν' αστυνομεύσουν το στράτευμα
- ③ supervise or control closely or oppressively, police:
- το κυβερνητικό σχέδιο συντάγματος αστυνομεύει την πολιτική ζωή του τόπου |
- τα στελέχη των κατασκηνώσεων είναι πιο φιλελεύθερα σήμερα, δεν τα αστυνομεύουν τα παιδιά |
- το κράτος αναγκάζεται να αστυνομεύει τις τιμές (PSolomos) |
- αστυνομεύεται .. ο χώρος όχι πια της θετικής έρευνας, αλλά της εσωτερικής εμπειρίας (Terzakis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστυνομεύω, der of αστυνόμος; cf αστυνομώ (-έω)]
- ① maintain law and order, guard or protect, police:



