Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυκτηνίατρος ο [astiktiníatros] Ο19 : κτηνίατρος που υπηρετεί στην αστυκτηνιατρική υπηρεσία.
[λόγ. άστυ + κτηνίατρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυκτηνίατρος [astiktiníatros] ο, (L)
- municipal veterinary inspector, city veterinarian
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστυκτηνίατρος, cpd w. κτηνίατρος]



