Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστρονόμος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστρονόμος ο [astronómos] Ο18 θηλ. αστρονόμος [astronómos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την αστρονομία.

[λόγ. < αρχ. ἀστρονόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
αστρονόμος ο.
  • Aυτός που προλέγει το μέλλον παρατηρώντας τα άστρα, αστρολόγος:
    • (Kυπρ. ερωτ. 13818).

[αρχ. ουσ. αστρονόμος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρονόμος [astronόmos] ο, η, (L)
  • astronomer (syn αστεροσκόπος):
    • άμα σβήσει αυτό το άστρο, στη γη θα εξακολουθούν οι αστρονόμοι να το βλέπουν επί τρεις χιλιάδες ακόμα χρόνια (Myriv)

[fr kath αστρονόμος ← postmed, MG ← PatrG, K, AG ἀστρονόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες