Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστρολογικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστρολογικός -ή -ό [astrolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστρολογία: Aστρολογικές παρατηρήσεις / προβλέψεις.

[λόγ. < αρχ. ἀστρολογικός `που αναφέρεται στην αστρονομία΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. αστρολογία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρολογικός, -ή, -ό [astroloyikós]
  • of or pertaining to astrology, astrological:
    • αστρολογική μαντεία |
    • αστρολογικό κείμενο |
    • απηγόρευσε τις αστρολογικές συζητήσεις, επειδή αντιβαίνουν στο κοράνιο (Papantoniou) |
    • η αστρονομία και η μαθηματική σκέψη απαλλάσσονται από τα αστρολογικά και νεοπυθαγόρεια κατάλοιπα (Tatakis) |
    • γεννήθηκε κάτω από .. αστρολογική συζυγία της Aφροδίτης με τον Άρη (Karagatsis)

[fr postmed (Somavera) αστρολογικός ← K (also pap), AG, der of αστρολόγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go